- επισοφίζομαι
- ἐπισοφίζομαι (Α) [σοφίζομαι]σοφίζομαι επί πλέον, επινοώ κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισοφιζομένων — ἐπισοφίζομαι devise in addition pres part mp fem gen pl ἐπισοφίζομαι devise in addition pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισοφισάμενος — ἐπισοφίζομαι devise in addition aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισοφίζεσθαι — ἐπισοφίζομαι devise in addition pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)